- ἄγουρος
- ἄγουροςyouthmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… … Dictionary of Greek
άγουρος — η, ο αγίνωτος· ως ουσ., ο άγουρος σημαίνει το νέο παλικάρι: Επήρε τους αγούρους του και πάει να πολεμήσει (βυζ. δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγούροις — ἄγουρος youth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγούρους — ἄγουρος youth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγούρων — ἄγουρος youth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγουροι — ἄγουρος youth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγουρον — ἄγουρος youth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουρούτσικος — η, ο [ἄγουρος] ο κάπως άγουρος, ο λίγο άγουρος, αγουρωπός … Dictionary of Greek
огурец — род. п. рца, диал. огурок, укр. огурок, блр. гурок, др. русск. огурець, Домостр. К. 4, словен. ogûrǝk, польск. ogurek. Заимств. из ср. греч. ἄγουρος огурец , нов. греч. ἄγουρος (Карпатос), наряду с более распространенным ἀγγούρι(ον) – то же.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Огурец обыкновенный — У этого термина существуют и другие значения, см. Огурец. Огурец посевной О … Википедия